- ἀνάκτησις
- ἀνάκτησιςregainingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνακτήσει — ἀνάκτησις regaining fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνακτήσεϊ , ἀνάκτησις regaining fem dat sg (epic) ἀνάκτησις regaining fem dat sg (attic ionic) ἀνακτάομαι regain for oneself fut ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱νακτήσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάκτησιν — ἀνάκτησις regaining fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκτηση — η (Α ἀνάκτησις) [ἀνακτῶμαι] η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση αρχ. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… … Dictionary of Greek
Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το … Dictionary of Greek
ἀνακτήσεως — ἀνακτήσεω̆ς , ἀνάκτησις regaining fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτήσῃ — ἀνακτήσηι , ἀνάκτησις regaining fem dat sg (epic) ἀνακτάομαι regain for oneself aor subj mp 2nd sg (attic ionic) ἀνακτάομαι regain for oneself fut ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱νακτήσῃ , ἀνακτάομαι regain for oneself futperf ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)